διαμηνύω

διαμηνύω
μετ. , αμετ. извещать, уведомлять (через кого-л.);
του διεμήνυσα με τον τάδε... я известил его через такого-то

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαμηνύω" в других словарях:

  • διαμηνύω — διαμηνύω, διαμήνυσα βλ. πίν. 5 και πρβλ. διαμηνάω / διαμηνώ Σημειώσεις: διαμηνύω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και ο λόγιος αόριστος διεμήνυσα. Σπάνια είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος στην παθητική φωνή (διαμηνύομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαμηνύω — (Α διαμηνύω) [μηνύω] 1. αναγγέλλω, ανακοινώνω 2. διαβιβάζω μήνυμα 3. δείχνω ή υποδεικνύω με σαφήνεια …   Dictionary of Greek

  • διαμήνυση — η (Α διαμήνυσις) [διαμηνύω] διαβίβαση μηνύματος με αγγελιαφόρο ή ειδικό αντιπρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»